- συλεύω
- Α(επικ. τ.)1. αφαιρώ τα όπλα κάποιου2. εξαπατώ και, κυρίως, λαφυραγωγώ κάποιον με τεχνάσματα3. (γενικά) αποστερώ («συλεύεις βλεφάρων φάος ὄμμασιν», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί τού συλῶ, *άω, σχηματισμένος κατά τα ρ. σε -εύω για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.